.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Παρά την πρόοδο που έχει αναμφίβολα σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, η ανάλυση των μαχητικών –κάποτε βίαιων- συλλογικών δράσεων παραμένει  εν πολλοίς ένας γνωστός άγνωστος, τόσο στην πολιτική κοινωνιολογία γενικά, όσο και στο εσωτερικό της Συγκρουσιακής Πολιτικής. Τουλάχιστον το δεύτερο, αποτελεί παράδοξο. Η Συγκρουσιακή Πολιτική ανασκεύασε την «πλουραλιστική παραδοχή» (την άποψη ότι, αφού στις δυτικές δημοκρατίες υφίστανται θεσμοί έκφρασης των πολιτών, η εξωθεσμική διαμαρτυρία είναι φαινόμενο «παθολογικό»), δείχνοντας ότι ισχύει το ακριβώς  αντίθετο: οι κινηματικοί δρώντες ΄΄όχι μόνο παρεκκλίνοντες δεν είναι, αλλά επειδή οι δίαυλοι επικοινωνίας με το πολιτικό σύστημα δυσλειτουργούν, οοι δράσεις τους είναι εξόχως ορθολογικές. Σε ό,τι αφορά τη συλλογική βία, τα πράγματα είναι αρκετά πιο πολύπλοκα, υφίσταται όμως –εντούτοις- μια προφανής αναλογία με το ατελέσφορο της πλουραλιστικής παραδοχής. Το επιχείρημα έχει την εξής μορφή: Μπορεί οι επίσημοι να είναι ανεπαρκείς για την επεξεργασία και επίλυση των κοινωνικών αιτημάτων, όμως στο βαθμό που λειτουργούν διεκδικητικοί θεσμοί (κινηματικές οργανώσεις, συνδικάτα και αριστερά κόμματα), η προσφυγή στη βία δεν μπορεί παρά να αποτελεί παθολογική παρέκκλιση . Το θεωρητικό σημείο εκκίνησης αυτού του εισαγωγικού κεφαλαίου είναι σημαντικά διαφορετικό. Ανεξαρτήτως του αν οι βίαιες δράσεις είναι ή όχι στρατηγικά αναποτελεσματικές, υποστηρίζεται ότι η αξιωματική υπαγωγή τους στο σύμπαν του παρεκκλίνοντος παρεμποδίζει την επαρκή ερμηνεία τους. Προϋπόθεση ώστε να αντιμετωπιστεί η δυσάρεστη αυτή κατάσταση είναι η ανάληψη ορισμένων κρίσιμων εννοιλογικών επεξεργασιών.
            Σε πρόσφατη πραγματεία του επί του θέματος, ο Michel Wieviorka διαχώρισε την «αντιπαράθεση» (θεσμοθετημένη, πλην επιτακτική διεκδίκηση) από τη «βία», υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι η βία επέρχεται τη στιγμή που η αντιπαράθεση παύει να υπάρχει. Κρίσιμο στοιχείο του σκεπτικού αυτό  -που όμως συχνά διαφεύγει την προσοχήμας- είναι ότι η μη βίαιη αντιπαράθεση αποτελεί ευθέως ανάλογη συνάρτηση της διεκδικητικής προδιάθεσης: «αντιπαράθεση» δεν νοείται όταν η διεκδίκηση παύει να είναι αρκούντως μαχητική ώστε να επιφέρει παρεμπόδιση στις αναπαργωγικές ρουτίνες του δυσλειτουργούντος συστήματος. Όμως στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, και με διάφορα προσχήματα, οι επίσημες διεκδικητικές οργανώσεις , συμπεριλαμβανομένων αρκετών κινηματικών, των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών και, πάνω απ’ όλα, των κομμάτων της Αριστεράς, τείνουν να προσεγγίζουν τη συγκρουσιακή παρεμπόδιση ως κατάλειπο του παρελθόντος. Προσδοκώντας τη συναινετική επίλυση συσωρευμένων (και, στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, ολοένα αυξανόμενων) αιτημάτων που τα πολιτικά συστήματα αδυνατούν να επεξεργαστούν, πολλώ δε μάλλον να επιλύσουν, υιοθετούν –ολοένα και περισσότερο- τους τροπισμούς ενός αποκλειστικά συμβατικού ρεπερτορίου. Το κεφάλαιο εννοιολογεί την πραγματικότητα αυτή ως διεκδικητικό ή συγκρουσιακό έλλειμμα, ένα «έλλειμμα παρεμπόδισης» (disruptive deficit), το οποίο συνδυαζόμενο με το υφιστάμενο μεταρρυθμιστικό έλλειμμα των καιρών προκαλεί ένα δραματικό πολιτικό κενό που τείνει να καλυφθεί από τη βία.
            Στη βάση αυτής της διαπίστωσης είναι δυνατή μια περισσότερο ενδελεχής ανάλυση (και κατηγοριοποίηση) των βίαιων φαινομένων του τελευταίου διαστήματος. Πρόκειται για κατάσταση πραγμάτων όπου μεγάλες μερίδες του πληθυσμού διακατέχονται από πολιτική αλλοτρίωση τόσο απέναντι στο επίσημο πολιτικό σύστημα όσο και προς τις –συχνά μόνο κατ’ όνομα- διεκδικητικές οργανώσεις. Ειδικά σε περιόδους κρίσης, η συνθήκη αυτή μπορεί να προσλάβει τα χαρακτηριστικά μιας «απώλειας πολιτικού νοήματος», μιας απώλειας των βασικών πολιτικών αναφορών. Στις περιστάσεις αυτές δεν είναι παράξενο ότι εμφιλοχωρεί η βία. Και πάλι όμως, δεν θα ήταν εύλογο να συμπεράνει κανείς ότι η βίαιη διαμαρτυρία είναι εγγενώς άλογη.  Είναι γεγονός ότι μπορεί να φαντάζει παράλογη από την πλευρά των θεσμικών δρώντων ή των μικρο-υπολογισμών των συμβατικών διεκδικητικών οργανώσεων, όμως ο λόγος συνίσταται στις ελλείψεις αμφοτέρων. Με την έννοια αυτή, η βία μπορεί να ερμηνευθεί ως μια επώδυνη αναζήτηση πολιτικού νοήματος, εκεί που τέτοιο νόημα δεν φαίνεται να υπάρχει. Ή –για να παραφράσουμε τον Gramsci- μια κατάσταση πραγμάτων όπου το παλιό πεθαίνει χωρίς το νέο να μπορεί να γεννηθεί. Αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση νοήματος (που συνειρμικά φέρνει στο νου τις απόψεις που εξέφρασε ο Georges Sorel στο έργο του Réflections sur la violence του 1908) πρέπει όμως να αντιπαραβληθεί  προς άλλες, λιγότερο πολιτικές, μορφές βίας. Το κεφάλαιο εισηγείται προκαταρκτικά ότι άτομα ή συλλογικότητες που μετέρχονται βίαιων μέσων μπορεί να είναι επίσης κυνικά, ανάλγητα ή παθητικά. Οι πρώτες οι δυο κατηγορίες αφορούν ανακλαστική βία –με την πρώτη να επιδιώκει υλικές απολαβές σε έναν αξιακά εκκενωμένο κόσμο, και τη δεύτερη να αποσκοπεί απλώς στην καταστροφή χωρίς περαιτέρω μέριμνες. Η παθητικότητα, τέλος, αναφέρεται σε βία που στρέφεται εναντίον του ίδιου του υποκειμένου που την ασκεί (όπου ο αδύναμος και αποκλεισμένος στρέφεται εναντίον άλλων αδύναμων και αποκλεισμένων).
            Οι διαπιστώσεις αυτές  στρέφουν την προσοχή σε δυο ακόμη βασικά ζητήματα στη μελέτη των συλλογικών δράσεων. Το πρώτο αφορά τον πανταχού παρόντα ρόλο των συναισθημάτων –και το γεγονός ότι αυτά δεν πρέπει να προσεγγίζονται ως οιονεί  αντίθετα προς τις έλλογες/»ορθολογικές» δράσεις και το δεύτερο το σχεσιακό ρόλο του υπό εξέταση φαινομένου. Όπως έγραψε ο Charles Tilly, η «συλλογική βία… προσιδιάζει σε διάλογο». Ο περιορισμός της βίας, συνεπώς, δεν θα προέλθει από επίθεση σε «βλαβερές ιδέες «,περιστολή υφιστάμενων πολιτικών ευκαιριών ή αυστηρότερο έλεγχο πάνω σε πολιτικές παρορμήσεις, αλλά μέσα από την αλλαγή των σχέσεων μεταξύ προσώπων και μεταξύ κοινωνικών ομάδων.
            Το κεφάλαιο περιλαμβάνει επίσης θεωρητικά εμπεριστατωμένη περιγραφή του περιεχομένου των κειμένων του τόμου.